ἀπολῦμαντήρ

ἀπολῦμαντήρ
ἀπο - λῦμαντήρ, ῆρος: defiler; δαιτῶν, ‘dinner-spoiler;’ according to others, ‘plate-licker,’ Od. 17.220 and 377.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπολυμαντήρ — ἀπολῡμαντήρ , ἀπολυμαντήρ destroyer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • απολυμαντήρας — ο (Α ἀπολυμαντήρ) νεοελλ. συσκευή απολύμανσης αρχ. καταστροφέας, εξολοθρευτής …   Dictionary of Greek

  • ἀπολυμαντῆρα — ἀπολῡμαντῆρα , ἀπολυμαντήρ destroyer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυμαντῆρες — ἀπολῡμαντῆρες , ἀπολυμαντήρ destroyer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”